- ποικίλως
- D0-0-0-1-1=2 Est 1,6; 4 Mc 16,3variously
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
ποικίλως — ποικίλος many coloured adverbial ποικίλος many coloured masc acc pl (doric) ποικιλόω embroider imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek
мъногоименитыи — (11) пр. Имеющий много названий, имен; распространенный: наречени быша марки˫ане. ˫ако ѿ марки˫ана трапезьника. бывъша въ лѣта иѹстини˫ана. и ѹстина новааго. подвизааше же сѧ написаниѥмь на мъногоименитѹю сию ересѹ. (πολυωνύμου) КЕ XII, 2856;… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
VERSICOLOR — Vestis, Meretricum apud Athenienses proptia, ex Lege memorata Suidae, τὰς ἑταίρας ἄνθινα φορεῖν, Meretrices floridas vestes indutae sunto. Artemidorus enim ποικίλαν et ἀνθηρὰν, versicolorem et floridam vocat, l. 2. c. 3. Γυναικὶ δὲ ποικίλη καὶ… … Hofmann J. Lexicon universale
θηροειδής — θηροειδής, ές (Α) 1. όμοιος με θηρίο 2. (κατά τον Ησύχ.) «θηροειδεῑς ἐφαπτίδες ποικίλως διηνθισμέναι» φορέματα με ποικίλα στολίσματα, με διάφορες μορφές θηρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + ειδής (< είδος), πρβλ. κολλο ειδής, τραπεζο ειδής] … Dictionary of Greek
ποικολόθρονος — ον, Α αυτός που έχει ποικίλως διακοσμημένο θρόνο ή αυτός που κάθεται σε πλούσια διακοσμημένο θρόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + θρόνος (πρβλ. χρυσό θρονος)] … Dictionary of Greek
πολυχάρακτος — ον, Α αυτός που είναι ποικίλως χαραγμένος, με πολλά σχήματα ή μορφές («πολυχάρακτον μόρφωμα», Σεκούνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χαρακτός (< χαράσσω), πρβλ. νεο χάρακτος] … Dictionary of Greek
προσαυγάζω — Α 1. βλέπω προς κάποιον ή προς κάτι («Σπιλάς... πόντον προσαυγάζουσα», Λυκόφρ.) 2. λάμπω πάνω σε κάποιον («λίθους ἥδιστον προσαυγάζοντας τοῑς ὁρῶσι», Ιώσ.) 3. στίλβω, αστράφτω («ἱστία ποικίλως προσαυγάζοντα», Φιλόστρ.) 4. υφίσταμαι μαρτύριο,… … Dictionary of Greek
ԶԱՆԱԶԱՆԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0712 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 11c, 12c մ. ποικίλως, διαφόρως diverse, varie Այլ եւ այլ օրինակաւ եւ որոշողութեամբ, կամ ուրիշ յիրերաց. *Հոգին Սուրբ է մի եւ նոյն, զանազանաբար եւ անախտապէս յամենեսին ներգործեալ. Կիւրղ. գանձ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ДАВИД ДИСИПАТ — ДИСИПАТ [греч. Ϫαυΐδ, Ϫαβὶδ Ϫισύπατος] († между 1347 и 1354), мон., богослов, сторонник учения свт. Григория Паламы. С. Петридис (см.: Pétridès S. David et Gabriel, hymnographes // EO. 1905. Vol. 8. P. 299) предположил возможность отождествления… … Православная энциклопедия